- εμβάλλω
- (AM ἐμβάλλω)1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο2. μπήγω, σφηνώνω3. (για πλοίο) κάνω εμβολήνεοελλ.φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» — προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ.αρχ.Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει2. ακουμπώ, τοποθετώ3. προκαλώ τη γένεση, εμπνέω4. εκσφενδονίζω5. (για εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος) επαναφέρω, ανατάσσω, τοποθετώ στη θέση του6. (για φυτά) φυτεύω7. ρίχνω σε κάποιον κάτι8. παρεμβάλλω λέξη ή γράμμα ή μήνα9. (για σπίτι) γκρεμίζω10. (για τάφρο) ανασκάπτω11. πληρώνω, συνεισφέρω, καταβάλλω12. καταγγέλλω ένοχο13. κάνω επιδρομή, εισβάλλω14. γεν. επιτίθεμαι, ενσκήπτω, εισέρχομαι ορμητικά15. (για νερό) ορμώ, προσκρούω σε κάτι16. κωπηλατώ17. (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι18. επιβάλλωΙΙ. μέσ.1. ρίχνω κάτι μέσα («ἐμβαλοῡ εἰς τὸ πλοῑον ἅλας»)2. πέφτω με τα μούτρα3. επιβιβάζομαι στο πλοίο4. επιδίδομαι, καταγίνομαι5. φρ. α) «ἐμβάλλω τὴν χεῑρά τινι» — δίνω το χέρι σε κάποιον, τού σφίγγω το χέριβ) «ἐμβάλλω χεῑρα δεξιάν» — δίνω το δεξί μου χέρι ως διαβεβαίωση ότι θα τηρήσω την υπόσχεσή μου.
Dictionary of Greek. 2013.